Στις μέρες μας, ακούμε συχνά να γίνεται λόγος για την πρακτική του διαλογισμού, ως μιας μεθόδου εξισορρόπησης και ηρεμίας του νου, και ίσως αυτό κινεί την περιέργειά μας για να μάθουμε «τι είναι αυτή η πρακτική». Ίσως, επειδή έρχονται φορές, όπου αισθανόμαστε ότι ο νους μας θα «εκραγεί» από τις πολλές σκέψεις, και αναζητάμε έναν τρόπο να τον ηρεμήσουμε και να τον κάνουμε πιο διαυγή.
Μπορεί, πάλι, να βρισκόμαστε (ή να έχουμε βρεθεί) σε μία καμπή στη ζωή μας, όπου όσα γνωρίζουμε μέχρι στιγμής αδυνατούν να μας δώσουν απάντηση, και με κάποιον τρόπο, αποφασίζουμε να αναζητήσουμε διέξοδο στον διαλογισμό.
Ή ίσως, να έχουμε αισθανθεί κάποιες φορές, ότι υπάρχει μια Πραγματικότητα που μας υπερβαίνει, ή νιώθουμε την αίσθηση μίας παρουσίας μέσα μας, και επιθυμώντας να συνδεθούμε με αυτήν, ερχόμαστε σε επαφή με τον διαλογισμό.
Σε κάθε περίπτωση, και όπως και αν ήρθαμε σε επαφή μαζί του, αργά ή γρήγορα θα ανακαλύψουμε ότι η κατάσταση του διαλογισμού είναι στην πραγματικότητα η φυσική κατάσταση της ύπαρξης! Τα μικρά παιδιά βρίσκονται συνεχώς σε αυτήν, αν και δεν το γνωρίζουν συνειδητά. Ετσι, σε κάποια στιγμή, όταν ξεκινά για εμάς το μονοπάτι της Αυτογνωσίας (ή της επιστροφής στην Πηγή μας), ουσιαστικά αναζητάμε να επιστρέψουμε σε αυτήν την αυθόρμητη κατάσταση της ύπαρξης, αλλά αυτή τη φορά, με επίγνωση.
Ποια είναι όμως η προέλευση αυτής της πρακτικής, την οποία συνήθως συνδέουμε με την παράδοση της γιόγκα, ή ακόμη και του Βουδισμού;
Στην πραγματικότητα, από τους πανάρχαιους χρόνους έως σήμερα, στοιχεία διαλογιστικής πρακτικής μπορούμε να βρούμε σχεδόν σε όλους τους πολιτισμούς και τις παραδόσεις: Στην ινδική, βουδιστική, ζαϊνιστική, ταοϊστική παράδοση, στους σούφι, ακόμη και στην αρχαιοελληνική!
Στη γιόγκα, στην οποία ο διαλογισμός αποτελεί το αποκορύφωμα της πρακτικής, λέγεται ότι αυτός μας επιτρέπει να γνωρίσουμε την εγγενή ύπαρξη, επίγνωση, και ευδαιμονία που είναι τα χαρακτηριστικά του βαθύτερού μας Εαυτού. Η ροπή προς τη γνώση του εσώτερου εαυτού είναι, εξ’ άλλου, έμφυτη στον άνθρωπο. Ετσι, με τον διαλογισμό, ερχόμαστε να γνωρίσουμε ουσιαστικά τον βαθύτερο εαυτό μας, και να εξοικειωθούμε μαζί του σε όλα τα επίπεδα -σωματικό, συγκινησιακό, νοητικό, πνευματικό.
Ξεκινώντας την πορεία μας στην πρακτική του διαλογισμού, είτε με κάποια ομάδα, είτε με κάποιον δάσκαλο, είτε μόνοι μας, δεν αργούμε να «σκοντάψουμε» σε κάποια εμπόδια, κοινά σε όλους: Πρώτα – πρώτα, στην καθιστή θέση οκλαδόν∙ στην πραγματικότητα όμως, αυτή δεν είναι καθόλου απαραίτητη! Κάλλιστα ο διαλογισμός μπορεί να ασκείται σε κάθισμα, αρκεί η σπονδυλική στήλη να παραμένει ευθυτενής.
Παρ’ όλα αυτά, ακόμη κι όταν η δυσάρεστη αίσθηση στο σώμα ξεπεραστεί, σταδιακά, με την εξάσκηση, θα παραμείνουν για αρκετό διάστημα οι έντονες σκέψεις ή/και συναισθήματα που αναδύονται. Ο καλύτερος τρόπος να τα αντιμετωπίζουμε, δεν είναι να ερχόμαστε σε άμεση αντίθεση  μαζί τους -αυτό δυσχεραίνει την κατάσταση- αλλά, π.χ. να δούμε τις σκέψεις απλά ως νοητική ενέργεια (φυσιολογική για τον νου), και να επιστρέψουμε στο αντικείμενο της συγκέντρωσής μας, χωρίς να παρασυρθούμε στη ροή τους. Εξ’ άλλου, η άσκηση του διαλογισμού δεν αποσκοπεί στην απουσία σκέψεων, αλλά στην εστίαση σε μία μόνο σκέψη.
Οι τρόποι για να ασκηθούμε, πρακτικά είναι άπειροι! Για παράδειγμα, με συγκέντρωση της προσοχής σε ένα εξωτερικό ή νοητικό αντικείμενο, ή σε έναν ήχο, ή σε μία ακουστική ή νοητική αφήγηση, ή ακόμη και περπατώντας, εστιαζόμενοι στο βάδισμά μας! Όμως, οι δύο πιο «δημοφιλείς» μέθοδοι διαλογισμού, είναι ταυτόχρονα και οι πιο απλές: δεν είναι άλλες από την συγκέντρωση στην αναπνοή μας, ή σε μία λέξη (ή συλλαβή, ή φράση) που επαναλαμβάνουμε νοητικά, τα περίφημα «mantra».
Όποια μέθοδο και αν επιλέξουμε, η προσέγγιση του διαλογισμού είναι καλό να γίνεται με εξερευνητική διάθεση, πρωτοτυπία, χιούμορ, και ευελιξία. Δεν είναι απαραίτητο να διαθέτουμε πολύ χρόνο∙ αρχικά, 5 λεπτά την ημέρα είναι αρκετά, αυξάνοντας προοδευτικά τον χρόνο της άσκησης μέχρι τα 15 - 20 λεπτά. Σημαντικός είναι επίσης ο συνδυασμός σταθερότητας και ευελιξίας.
Για να δώσω ένα προσωπικό παράδειγμα, θυμάμαι, ότι όταν τα παιδιά μου ήταν μωρά, δεν είχα καθόλου χρόνο για «κανονική» πρακτική διαλογισμού. Όμως, όταν τα αποκοίμιζα, ήξερα ότι είχα στη διάθεσή μου 20 δευτερόλεπτα, μέχρι να ξυπνήσουν ξανά! Αποφάσισα επομένως να δοκιμάζω να συγκεντρώνομαι σε κάτι, μέσα σε 20 δευτερόλεπτα!
Η προσέγγισή μας απαιτεί απλά υπομονή και επιμονή∙ όπως λέει ένας σύγχρονος δάσκαλος διαλογισμού: «σα να εκπαιδεύουμε ένα κουτάβι για την καθαριότητά του: ήρεμα, όσες φορές χρειαστεί, θα το πάρουμε από το σημείο όπου βρίσκεται, και θα το μεταφέρουμε στην εφημερίδα του». Είναι επίσης βασικό να θυμόμαστε πώς δεν υπάρχει «αποτυχία» στον διαλογισμό. Ό,τι ανακύπτει είναι ευπρόσδεκτο, εφ’ όσον μας φέρνει πιο κοντά στον βαθύτερο εαυτό μας.
Έτσι, η ίδια μας η πρακτική γίνεται ο καλύτερος οδηγός μας, μας διδάσκει με τον πιο λεπτοφυή τρόπο πώς να προχωρήσουμε. Και τότε, καθώς η πρακτική μας ωριμάζει, συμβαίνει το εξής μαγικό: Αν και ασκούμαστε μόνοι μας, συνειδητοποιούμε ότι δεν είμαστε μόνο ξεχωριστές, απομονωμένες υπάρξεις∙ αντίθετα, είμαστε όλοι μαζί, αδιαχώριστα τμήματα μιας ενιαίας, αδιάσπαστης ενότητας, που επιπλέον χαρακτηρίζεται από άπειρη σοφία και ευδαιμονία!
Η άσκηση Διαλογισμού είναι, σε τελική ανάλυση, η πιο βαθιά, ολοκληρωμένη, και ιδιαίτερη σχέση που είναι δυνατό να αναπτύξουμε με τον εαυτό μας. Γνωρίζοντάς τον άμεσα σε σωματικό, συγκινησιακό και νοητικό επίπεδο, ερχόμαστε τελικά σε επαφή με τη βαθύτερη φύση του, που είναι αληθινή Επίγνωση και Ευδαιμονία. Και η διαπίστωση αυτή, αλλάζει διά παντός τη θεώρησή μας για τον εαυτό μας και τον κόσμο, και «μας δίνει τη δύναμη», όπως λέει μία σπουδαία σύγχρονη δασκάλα διαλογισμού, «να εδραιωθούμε σταθερά στο κέντρο της ύπαρξής μας ως μία Δύναμη Αγάπης και Φωτός».
Νάνσυ Χιτζανίδου, Μάρτιος 2022
 MSc, Yoga and Meditation Teacher
Υοga Alliance (Υοga Alliance E-RYT 500, YACEP)